περνιέμαι

περνιέμαι
περνιέμαι, περάστηκα, περασμένος βλ. πίν. 69

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκαθίημι — ἐγκαθίημι (Α) 1. κατεβάζω 2. αναθέτω 3. (για καθετήρα) διαβιβάζομαι, περνιέμαι …   Dictionary of Greek

  • υπειλούμαι — έομαι, Α 1. χώνομαι από κάτω, σέρνομαι από κάτω 2. (για επίδεσμο) περνιέμαι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰλοῦμαι «συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι, συστέλλω, μαζεύω το σώμα μου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”